Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Η χλωρίδα του Ζάρακα

γράφει ο Λεωνίδας Δρεπανιάς
Γεωπόνος-Προϊστάμενος ΚΕΓΕΑ
Μολάων

Όπως είναι γνωστό η Ηπειρωτική Ελλάδα χωρίζεται στη μέση σχεδόν από μεγάλους ορεινούς όγκους που έχουν κατεύθυνση σε γενικές γραμμές από Β-Β.Δ προς Ν-Ν.Α. Ξεκινούν από το ορεινό συγκρότημα της Πίνδου και καταλήγουν στο Ταϋγετο και στο Πάρνωνα στη Πελοπόννησο.
Επίσης δευτερευόντως στον Ελληνικό χώρο υπάρχουν και οι οροσειρές της Βορείου Ελλάδας (από Πάϊκο προς Ροδόπη) που έχουν κατεύθυνση από Δυτικά προς Ανατολικά και παρέχουν μερική κάλυψη από τους ψυχρούς βόρειους ανέμους.
Οι ορεινοί αυτοί όγκοι διαχωρίζουν σαφώς τη χώρα σε δύο περιοχές, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και από απόψεως κλιματικής και βλαστιτικής. Υπό την επίδραση του παράγοντος του κλίματος και της ορογραφικής διατάξεως, σε συνδυασμό με τη γεωλογική σύσταση του εδάφους, διαμορφώνονται στην Ελλάδα ορισμένες κύριες ζώνες βλάστησης με σαφή οικολογικά, φυσιογνωμικά και χλωριστικά χαρακτηριστικά.
Όπως γνωρίζουμε η περιοχή μας ανήκει στις Νότιες απολήξεις του Πάρνωνα που έρχεται και «σβήνει» στο ακρωτήριο Μαλέας και από κλιματικής άποψης ανήκει στην περιοχή του Αιγαίου με ήπιο προς ψυχρό χειμώνα και λίγες βροχοπτώσεις που φτάνουν στο ήμισυ σχεδόν του ύψους βροχής της Δ.Ελλάδας και ετήσιο εύρος θερμοκρασίας που κυμαίνεται από 13,7-19 οC.
Κατά συνέπεια από βλαστική άποψη ανήκουμε στην Ευμεσογειακή Ζώνη βλαστήσεως (με κατεξοχήν χαρακτηριστικά φυτά το Πουρνάρι και την Αριά) και πιο συγκεκριμένα στην υποζώνη Αγριλιάς, ξυλοκερατιάς, με πιο χαρακτηριστικά απαντώμενα είδη τα αγριλιά, ξυλοκερατιά (χαρουπιά),αφάνα, σχίνος, κατσαφάνα, φλώμος, ασφάκα, θυμάρι, φασκόμηλο,
πουρνάρι, ρείκι, χαλέπιος πεύκη, κυπαρίσσι, ασπάλαθος κ.α.
Οσον αφορά τον τύπο της βλαστήσεως η περιοχή του Ζάρακα χαρακτηρίζεται από το κύριο τύπο βλάστησης των παραμεσόγειων χωρών, δηλαδή τη φρυγανώδη βλάστηση.Υπό την έννοια των φρυγάνων περιλαμβάνεται η χαμαίφυτος πολύκλαδος θαμνώδης ή ημιθαμνώδης ξηροφυτική βλάστηση της οποίας συνήθως το ύψος δεν υπερβαίνει τα 1-2 μέτρα.Τα χλωρά επάκρια τμήματα των βλαστών αυξάνονται συνήθως κατά την ξηρά θερινή περίοδο.
Γενικά τα φρύγανα παρουσιάζουν ποικίλες μορφολογικές προσαρμογές προς το θερμό και ξηρό περιβάλλον για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνθηκών υγρασίας κατά το θέρος,ο όρος δε «φρύγανο» αναφέρεται ήδη από την αρχαιότητα από τον Θεόφραστο.
Ο τύπος της φρυγανώδους βλάστησης ομοιάζει εν μέρει με την λεγόμενη μακεία βλάστηση των λοιπων παραμεσόγειων περιοχών, διαφέρει όμως όσο αφορά το ύψος των θάμνων, τη σύνθεση και πιθανόν την προέλευση. Η φρυγανώδης βλάστηση γενικά θεωρείται δευτερογενής βλάστηση, αναπτυσόμενη κατά κανόνα μετά από πυρκαγιές δασών, εκχερσώσεις κλπ. Απαντάται κατά κανόνα σε άγονες πετρώδεις περιοχές με ξηρό και θερμό κλίμα, συχνά επί ασβεστολιθικών εδαφών και συνοδεύεται γενικά από διάφορα ξηροφυτικά αγροστώδη.
Γενικά η Ελληνική φρυγανώδη βλάστηση έχει πάνω από 200 διαφορετικά είδη φυτών η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων απαντάται στο Ζάρακα.
Ακολούθως θα κάνουμε μία σύντομη αναφορά στα κυριότερα από αυτά.
Αγριλιά (Olea europea var oleaster):
Αείφυλλος πολυδιακλαδισμένος ακανθώδης θάμνος, ιθαγενής των παραμεσόγειων χωρών. Φύεται κατ΄εξοχήν σε φρυγανώδεις περιοχές, πετρώδεις-βραχώδεις λόφους κλπ.
Χρησιμοποιήθηκε σαν υποκείμενο εβμολιασμού της ήμερης ελιάς.\
Φυλλίκι ή αγλαντινιά –γλαντινιά (Phillyrea nedia):
Από τα πιο χαρακτηριστικά φυτά της μεσογειακής βλάστησης. Αείφυλλος θάμνος με απλά φύλλα και καρπό δρύπη. Φτάνει τα 4 μέτρα ύψος και φύεται σε ξηρούς λόφους, πετρώδεις κοιλάδες,κυρίως επί ασβεστολιθικών πετρωμάτων και είναι ιδιαίτερα αγαπητή τροφή για τα αιγοπρόβατα.

Πικροδάφνη-Ροδάφινα (Nerium Oleander):
Συναντάται κυρίως κατά μήκος των χειμάρων σε υγρά αλλουβιακά σημεία και φαράγγια. Αείφυλλος υψηλός θάμνος με αρωματικά ροζ άνθη σε επάκρια ολιγανθή κεφάλια.Από τον Θεόφραστο αναφέρεται σαν τοξικό αφού περιέχει διάφορους γλυκοζίτες. Χρησιμοποιήθηκε για διακόσμηση τάφων από Χριστιανούς και Ινδουϊστές.

Μυρτιά (Myrtus cοmmunis):
Επίσης χαρακτηριστικός αείφυλλος θάμνος της Μεσογειακής Ζώνης. Προτιμάει να φύεται σε υγρά σημεία συναντάται στις απότομες Ανατολικές πλαγιές του Ζάρακα. Φτάνει ως τα 3 μέτρα ύψος και έχει ευχάριστα ευωδιαστά άνθη και καρπό ράγα. Είναι φυτό πασίγνωστο από την αρχαιότητα, σύμβολο της αγάπης και της ειρήνης αφιερωμένο στη θεά Αφροδίτη. Στεφάνια Μυρτιάς αφιερώνονταν σε αξιωματούχους και νικητές των Ολυμπιακών αγώνων. Από αυτό παράγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιϊα και από τους καρπούς του ένα όξινο ποτό. Επίσης από το ξύλο του παράγεται κάρβουνο αρίστης ποιότητας.

Κουτσουπιά ή δέντρο του Ιούδα ή Λιοφάτα (Cercis siliquastrum):
Άλλο χαρακτηριστικό φυτό της Μεσογείου με όμορφα ροζ άνθη που συνήθως ανθίζουν νωρίς την άνοιξη πριν την έκπτυξη των φύλλων. Φτάνει τα 5-9 μέτρα και είναι φυλλοβόλο με ρηγματώδη κορμό και καρπό χέδροπα. Προτιμάει να φύεται σε βραχώδεις λόφους. Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση είναι το δέντρο που κρεμάστηκε ο Ιούδας και τα άνθη του βάφτηκαν κόκκινα από ντροπή.

Χαρουπιά ή ξυλοκερατιά (Ceratonia siliqua):
Από τα πιο χαρακτηριστικά δέντρα των ξηρών περιοχών της Νότιας Πελοποννήσου και ιδιαίτερα του Ζάρακα. Εχει μικροσκοπικά πρασινωπά άνθη που φύονται σε σπάδικες ανάμεσα στα φύλλα και είναι είτε αρσενικά, είτε ερμαφρόδιτα.
Ο καρπός της είναι τύπου χέδροψ, αρκετά μεγάλος 10-20 εκ. μήκους και 2 εκ.πλάτους. Χρησιμοποιείται για ζωωτροφή και παλαιότερα καταναλώνονταν και από τον άνθρωπο. Λόγω της μεγάλης του περιεκτικότητάς του σε σάκχαρα το γλεύκος του χρησιμοποιείται για ηδύποτα και σιρόπια (χαρουπόμελο),καθώς και για αντιβηχικά φάρμακα. Με ζύμωση και απόσταξη παράγεται αλκοόλη. Τα σπέρματά του ήταν κάποτε τα αυθεντικά «καράτια» βάρους για τους κοσμηματοπώλες, εξάγεται δε από αυτά κυτταρίνη για φωτογραφικά φιλμ. Το ξύλο της χαρουπιάς είναι σκληρό και στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για ψηφίδες και μπαστούνια.

Σχίνος ή σκίντο (Pistacia lentiscus):
Αείφυλλος θάμνος πολύ διαδεδομένος στη φρυγανώδη βλάστηση και στο Ζάρακα, κυρίως στα χαμηλά υψόμετρα, με έντονη ρητινώδη οσμή. Τα καρπίδια είναι μεγέθους μπιζελιού κόκκινα και αργότερα μαύρα. Από την καλλιεργούμενη μορφή του βγαίνει η μαστίχη Χίου. Το ρετσίνι του χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν στην Ιατρική και σαν λούστρο και βερνίκι.

Κοκκορεβυθιά ή Κοκκορέτσι (Pistacia terebinthus):
Φυλλοβόλο χαμηλό δενδρώδες που φτάνει τα 2-5 μέτρα και προτιμάει ασβεστολιθικούς λόφους και πετρώδεις περιοχές. Εχει ισχυρή ρητινώδη οσμή και στρογγυλά καφέ καρπίδια.Παράγει άφθονο κόμμι που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. Κατά το Θεόφραστο το ρετσίνι του είναι το πλέον ευωδιαστό.

Χρυσόξυλο ή σιμιρτζέλι (Rhus cοtinus):
Χαμηλός θυσανωτός φυλλοβόλος θάμνος που φτάνει τα 3 μέτρα. Οι ανθοφόροι βλαστοί του γίνονται μακρύτεροι και εξέχουν χαρακτηριστικά. Φύεται σε ξηρές πλαγιές, βραχώδεις περιοχές και ανοιχτά δάση επί εδαφών ασβεστολιθικών σε χαμηλά υψόμετρα. Το ξύλο του χρησιμοποιήθηκε για βαφή δερμάτων. Επίσης από αυτό συλλέγεται μια ωραία πορτοκαλί βαφή για νήματα που κατά την παράδοση χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί ώστε να δίνουν στα ρούχα των ευγενών χρυσή απόχρωση. Από εκεί και η ονομασία χρυσόξυλο.

Πουρνάρι (Quercus cοccifera):
Το πλέον χαρακτηριστικό φυτό της φρυγανώδους βλάστησης της Ελλάδας και βεβαίως της περιοχής του Ζάρακα. Είναι αείφυλλο και συνήθως αναπτύσσεται σε χαμηλό θάμνο ή και δέντρο αν η περιοχή δεν έχει έντονη βόσκηση. Ο καρπός του είναι τύπου κάρυο με κύπελλο. Προτιμά ασβεστολιθικά αλλά και πυριτικά εδάφη. Το πουρνάρι είναι ο ξενιστής («το σπίτι») ενός εντόμου που λέγεται κόσσος, το θηλυκό του οποίου όταν πεθαίνει και ξεραίνεται δίνει ένα ωραίο κόκκινο χρώμα που σύμφωνα με μαρτυρίες χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν στο Ζάρακα για βαφή κόκκινων υφασμάτων. Επίσης από το φλοιό του εξάγεται μαύρη βαφή και είναι πλούσιο σε ταννίνες. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι κατά την αρχαιότητα το ξύλο του χρησιμοποιείτο για κατασκευή χειραμαξών,λυρών κ.α.

Αριά (Quercus ilex):
Παρουσιάζει μικρότερη εξάπλωση στην περιοχή σε σχέση με το πουρνάρι. Αείφυλλος θάμνος που μπορεί επίσης να εξελιχθεί σε δέντρο. Καρπός τύπου κάρυο με κύπελλο. Φύεται συνήθως σε φρυγανώδεις έρημες αλλά και σε λοφώδεις δασικές περιοχές. Το ξύλο της είναι σκληρό και ανθεκτικό, παράγει καλό κάρβουνο και ο φλοιός της περιέχει άφθονες δεψικές ουσίες. Την Κλασσική Εποχή χρησιμοποιήθηκε στη ναυπηγική, στην κατασκευή σπιτιών και για εργασίες κάτω από το έδαφος (υποστυλώσεις στοών) γιατί σαπίζει πολύ δύσκολα. Ο καρπός του χρησιμοποιείται για τροφή χοίρων.

Ρουπάκι (Quercus cerris):
Δενδρώδες είδος βελανιδιάς φυλλοβόλο που ρίχνει σχετικά αργά τα φύλλα της. Κορμός με μικρή ανάπτυξη και συνήθως έλοβα χνοώδη φύλλα. Φύεται στις χαμηλότερες πλευρές των βουνών.

Βελανιδιά (Quercus aegilops):
Φυλλοβόλος δρυς που ρίχνει πολύ αργά τα δερματώδη φύλλα της. Φτάνει σε ύψος τα 5-15 μέτρα. Φύεται συνήθως μοναχική ή σε ανοιχτά δάση σε λοφώδεις περιοχές. Καρπός τύπου κάρυο με μεγάλο κύπελλο που είναι πλούσιο σε δεψικές ύλες και παλαιότερα ήταν αντικείμενο εμπορίου. Επίσης παράγει μία ισχυρή μαύρη βαφή και οι καρποί της αποτέλεσαν τροφή για τον άνθρωπο σε περιόδους πείνας .

Κουμαριά (Arbutus unedo & Arbutus andrachne):
Πολύ χαρακτηριστικά φυτά της φρυγανώδους βλάστησης αλλά και των δασών και λοχμών. Θάμνοι και μικρά δέντρα αείφυλλα με φύλλα που μοιάζουν κάπως με της δάφνης με επάκριες ανθοταξίες ροζέ ή λευκών ανθέων. Καρποί τύπου ράγας ερυθρού ή πορτοκαλί χρώματος που είναι εδώδιμοι και έχουν χρησιμοποιηθεί για απόσταξη ποτού. Από το ξύλο της εξάγεται καλής ποιότητας κάρβουνο και κατασκευάζονται φλογέρες και τμήματα αργαλειών.

Ρείκι-δύο είδη (Erica arborea & Erica verticillata):
Αείφυλλοι θάμνοι με δύο μικρά βελονοειδή φύλλα που κυριαρχούν σε εκτεταμένες εκτάσεις στην φρυγανώδη βλάστηση κυρίως επί πυριτικών εδαφών. Το ανοιξιάτικο ρείκι (Erica arborea) φτάνει ως 3 μέτρα. Εχει μεγάλες πυραμοειδείς ανθοταξίες από μικροσκοπικά λευκά άνθη. Τα αποξηραμένα κλαδιά του χρησιμοποιήθηκαν για σκούπες και για σκέπαστρα για προφύλαξη από τον ήλιο. Από το ξύλο των ριζών του κατασκευάζονται πίπες. Το φθινοπωρινό είδος (Erica veticillata) φτάνει σε ύψος εώς 0,8 μέτρα, είναι πολυετές ξυλώδες και έχει ροζέ άνθη σε πυκνές επάκριες ταξιανθίες. Προτιμάει λοφώδεις περιοχές, πυκνές λόχμες ή πετρώδεις φτωχούς σε ενεργό ασβέστιο, τόπους. Είναι πολύτιμα φυτά για τη μελισσοκομία.



Θυμάρι (Coridothymus capitatus ):
Το κατ΄εξοχήν μελιτογόνο φυτό του Ζάρακα, χαμηλός θάμνος εώς 40 εκ. με στενά αδενώδη φύλλα. πυκνές επάκριες ανθικές κεφαλές ροδόχροων ανθέων. Φύεται συνήθως σε ξηρούς ηλιόλουστους λόφους. Χρησιμοποιείται για εξαγωγή αιθερίου ελαίου για χρήση στη φαρμακευτική και αρωματοποιϊα.

Ρίγανη-δύο είδη (Origanum Heracleoticum & Origanum onites):
Στην περιοχή του Ζάρακα απαντώνται και τα δύο είδη. Είναι πολυετής πόες με άνθη συνήθως λευκά κατά πολυανθείς στάχεις. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων σαν αρτυματικό και εξάγονται από αυτήν αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στην φαρμακευτική και αρωματοποιϊα.

Θρούμπι (Satureia thymbra):
Χαμηλός αρωματικός θάμνος με μικρά φύλλα και ροδόχρωα άνθη κατά σφαιρικές ανθοταξίες. Φύεται σε άνυδρους πετρώδεις λόφους. Είναι πολυαδενώδες αρωματικό φυτό εκλεκτό σαν νεκταρογόνο-μελιτογόνο.

Δεντρολίβανο-ρισμaρί (Rosmarinus officinalis):
Αείφυλλος θάμνος που φύεται συνήθως σε πετρώδεις λόφους πλησίον της θάλασσας σε φρυγανώδεις περιοχές. Εξάγεται από αυτό αιθέριο έλαιο σημαντικό για την αρωματοποιϊα (κολώνια) καθώς και για λοσιόν, κρέμες κλπ. Χρησιμοποιείται σαν υλικό συντήρησης σε μαρμελάδες, έχει αντισηπτικές και εντομοαπωθητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στη φαρμακολογία.Είναι πολύτιμο μελιτογόνο φυτό και χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα σε θρησκευτικές και δημόσιες τελετές σαν σύμβολο πίστης και αφοσίωσης. Προσφέρεται για καλλιέργεια.

Φασκομηλιά (Salvia triloba):
Φύεται σε φρυγανώδεις βραχώδεις περιοχές. Με μεγάλα ιώδη άνθη σε επάκριες ταξιανθίες κατά σπονδύλους. Από το εκχύλισμα των αποξηραμένων φύλλων του εξάγεται το γνωστό ρόφημα. Παλαιότερα με την καύση του φυτού γίνονταν εξαγνισμοί. Είναι πολύτιμο νεκτερολόγο-μελιτογόνο φυτό.

Αγριολεβάντα (Lavandula Stoechas):
Φύεται συνήθως σε άνυδρους λόφους και ανοιχτά δάση κυρίως επί πυριτικών εδαφών. Χαμηλός θάμνος με ιώδη άνθη κατά σπονδύλους, πολύ αρωματικό φυτό που χρησιμοποιήθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων στη φαρμακολογία. Επίσης χρησιμοποιείται στην αρωματοποιϊα και σαν εντομοαπωθητικό για το σκόρο.

Αρκευθος (Juniperus phoenicea):
Είναι η γνωστή στο Ζάρακα βένια που είναι είδος κέδρου θαμνώδες ή μικρό δέντρο αείφυλλο που φτάνει τα 8 μέτρα ύψος. Φύεται στα παράλια του Ζάρακα από τη Γλυφάδα ως τα Κάψαλα σχηματίζοντας συνήθως δασύλια. Τα κλαδιά του εκτείνονται συνήθως οριζόντια και τα φύλλα του είναι λεπιδωτά επικαλυπτώμενα.
Οι καρποί του είναι στρογγυλοί που όταν ωριμάζουν γίνονται στιλπνοί κόκκινοι. Προτιμά βραχώδεις περιοχές επί εδαφών μεταμορφικού ασβεστολίθου. Το ξύλο του αργεί πολύ να αποσυντεθεί και γι΄αυτό χρησιμοποιείται ακόμα και από την Κλασσική Εποχή για την κατασκευή σπιτιών και για την εξαγωγή κατραμίου.

Λαδανιά-κουνούκλα (Cistus sp):
Πυκνά διακλαδισμένος θάμνος με ροδόχροα ή λευκά άνθη, χαρακτηριστικός της φρυγανώδους βλάστησης σε βραχώδεις ξηρές περιοχές.Από αυτό εξάγεται η ρητίνη αλάδανος (λάβδανο) που συλλέγεται με μαλακιά ξέστρα κατά τις ζεστές ώρες της ημέρας. Το λάβδανο είναι καστανό αρωματικό και πικρό κόμμι που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιϊα και για φαρμακευτικό έμπλαστρο.

Σφενδάμι (Acer sp):
Μικρά δέντρα ή θάμνοι με παλαμοειδή έλλοβα ή οξύληκτα φύλλα. Φύεται σε ανοιχτά δάση, λόχμες ή βράχους κυρίως επί ασβεστολιθικών εδαφών. Από το Θεόφραστο αναφέρεται σαν ξύλο αξιόλογο για κατασκευή κρεβατιών και ζυγών για τα υποζύγια.

Μέλεος ή μέλεγος (Fraxinus ornus):
Δενδρώδες είδος που μπορεί να φτάσει τα 5 μέτρα σε σύνθετα φύλλα και λευκά άνθη κατά πυκνές ταξιανθίες. Απαντάται σε μεσαία υψόμετρα σε λόχμες και ανοιχτά δάση, κυρίως επί ασβεστολιθικών εδαφών. Το ξύλο του με γκρίζο φλοιό χαράσεται σε άλλες χώρες για την εξαγωγή του γλυκοζίτη μαννίνη. Στο Ζάρακα χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για την εξαγωγή μαύρης βαφής υφασμάτων και ακόμα και σήμερα για την κατασκευή μπαστουνιών (μαγκούρες).

Χαλέπειος πεύκη (Pinus halepensis):
Χαρακτηριστικό δέντρο του Ελληνικού επιθαλάσσιου τοπίου συναντάται σε συστάδες στην περιοχή του Κυπαρισσίου. Φτάνει τα 10-20 μέτρα και έχει λαμπερό βελoνοειδές φύλλωμα και τελικά πάιρνει σχήμα ομπρέλλας. Eίναι πολύ ανθεκτικό στη ξηρασία και διαμορφώνει το τύπο του ανοιχτού δάσους επί ασβεστολιθικών λόφων, πλησίον της θάλασσας. Πολύ σημαντικό δέντρο για τους Ελληνες της Κλασσικής αρχαιότητας αφού χρησιμοποιήθηκε για κατασκευή τριήρεων, οικοδόμηση σπιτιών και παραγωγή κατραμιού. Επίσης από αυτό συλλέγεται ρετσίνι

Επειδή η περιοχή του Ζάρακα είναι πολύ εκτεταμένη και εκτός της Ευμεσογειακής Ζώνης βλαστήσεως υπεισέρχεται και στην παραμεσογειακή και ορεινή μεσογειακή ζώνη αφού φτάνει ως τα 1300 μ υψόμετρο στην περιοχή του Χιονοβουνίου, θα πρέπει να αναφερθούμε σε 1-2 είδη που φύονται σε μεγάλα υψόμετρα και αυτά είναι:

Κεφαλληνιακή Ελάτη (Abies Cephalonica):
Πυραμοειδής έλατο με ανοιχτά κλαδιά και σκοτεινό πράσινο φύλλωμα που φτάνει εώς 30 μέτρα ύψος. Αποκλειστικά Ελληνικό δέντρο με κυλινδρικούς κώνους. Περιγράφεται από το Θεόφραστο σαν το καλύτερο δέντρο κατά την αρχαιότητα για την ναυπηγική στην κατασκευή τριήρεων και μακρών πλοίων γιατί το ξύλο του είναι σκληρό και ελαφρύ. Επίσης χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή σπιτιών. Πολύτιμο για τη μελισσοκομία λόγω του μελιτώματος που εκρίνει.

Μαύρο πεύκο (Pinus nigra):
Συναντάται αρκετά σπάνια στο Ζάρακα στο Χιονοβούνι. Με βελονοειδή φύλλα μέτριου μεγέθους και μικρούς κώνους. Χρησιμοπιήθηκε με μεγάλη επιτυχία για αναδασώσεις

Στο Ζάρακα επίσης συναντούμε και άλλα φυτά της φρυγανώδους βλάστησης σε μεγάλη αφθονία όπως αφάνα, κατσαφάνα, κόκκινη τουλίπα, φλώμος, ασφάκα, ασπάλαθος κλπ.Δεν θα αναφερθούμε όμως παραπέρα για λόγους οικονομίας χώρου.
Επίσης για τα καλλιεργούμενα είδη της περιοχής την ελιά, το αμπέλι, τη συκιά κλπ θα μπορούσε να γίνει αναφορά σε μελλοντικό μας σημείωμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: